ἀπόρων

ἀπόρων
ἄπορος
without passage
masc/fem/neut gen pl
ἀφοράω
look away from
imperf ind act 3rd pl (ionic)
ἀφοράω
look away from
imperf ind act 1st sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπορῶν — ἀφοράω look away from pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀφοράω look away from pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀφοράω look away from pres part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπορῶν — ἀπορῶν , ἀφοράω look away from pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀπορῶν , ἀφοράω look away from pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀπορῶν , ἀφοράω look away… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • Αττικής, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα την Κηφισιά και στη δικαιοδοσία της υπάγονται οι περιοχές Κηφισιάς, Εκάλης, Αμαρουσίου, Μεταμόρφωσης, Αχαρνών (Μενιδίου), Άνω Λιοσίων, Ιλίου, Πετρούπολης, Καματερού, Νέας Μάκρης Μαραθώνα, Καπανδριτίου Ωρωπού, στις οποίες υφίστανται… …   Dictionary of Greek

  • Γρεβενών, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Γρεβενά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 96 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 81 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι του Οσίου Νικάνορος Ζάβορδας. Στο πλαίσιο της πνευματικής διακονίας… …   Dictionary of Greek

  • Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… …   Dictionary of Greek

  • обитѣль — ОБИТѢЛ|Ь (96), И с. 1.Место пребывания, жилище: Простьри рѹкѹ скытающюмѹ сѧ по ѹлицамъ. въведи таковы˫а въ свою обитѣль. Изб 1076, 39; то же ЗЦ к. XIV, 73б; повелѣваѥмъ. ˫ако ѥже ѥдиною сщ҃нии манастыреве. по разѹмѹ ѥп(с)пьлю пребывати имъ присно …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

  • ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”